Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταφυρώ — καταφυρῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
καταφύρω — (Μ) (επιτ. τ. τού φύρω*) μολύνω εντελώς, μιαίνω, ρυπαίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] … Dictionary of Greek